- περικαταμάσσω
- Ασκουπίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καθαρίζω εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + καταμάσσω «σκουπίζω καλά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek